- δίοικος
- -η, -ο(για φυτά) που έχουν τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη τους χωριστά, σε δύο οίκους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… … Dictionary of Greek
ποντικοστάφυλο — το, Ν κοινή ονομασία τού φυτού που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία θρυωνίς η δίοικος … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
αμπελουρίδα — Φυτό γνωστό και ως αγριόκλημα. Υπάρχουν δύο είδη: η βρυωνία η δίοικος και η βρυωνία η κρητική.Η πρώτη ανήκει στην οικογένεια των κολοκυνθιδών και είναιτριχωτή πολυετής πόα, με κυλινδρικό, παχύ, σαρκώδη, κιτρινωπό κόνδυλο, άσπρη σάρκα και δίοικα… … Dictionary of Greek
βριονία — (bryonia). Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των κουκουρβιτιδών ή κολοκυνθιδών. Έχει έρποντα ή αναρριχώμενο βλαστό, κονδυλώδη ρίζα, παλαμοειδή ή καρδιοειδή φύλλα και μονογενή άνθη, μόνοικα ή δίοικα. Είναι ιθαγενές της… … Dictionary of Greek
dioic — dioic, a. rare 0. (ˈdaɪɔɪk) [ad. F. dioïque (Bulliard 1783), or mod.L. dioicus (Linnæus 1753), a. Gr. type *δίοικος: see Diœcia.] = diœcious. So diˈoicous a. in Syd. Soc. Lex … Useful english dictionary